- κλινόμετρο
- το1. (αεροναυτ.) όργανο που χρησιμοποιείται στην αεροπορία για τον έλεγχο τής οριζοντιότητας τού αεροσκάφους και για τη μέτρηση τής κλίσης του2. ανθρωπολ. όργανο για τη μέτρηση τών γωνιών ενός ζωντανού οργανισμού ή ενός σκελετού3. γεωλ. όργανο για τη μέτρηση τής κλίσης τού εδάφους ή τής κλιτύος ενός στρώματος ή ρήγματος4. ναυτ. όργανο για τη μέτρηση τής κλίσης ως προς ορίζοντα τής τρόπιδας τού πλοίου, αλλ. κλινοσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinometer < clin(o)- (πρβλ. κλιν[ο]- < κλίνω) + -meter (< γαλλ. metre < μέτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.